ταϊφάς

ταϊφάς
και νταϊφάς, ο, Ν
1. φυλή, φάρα
2. στράτευμα ατάκτων, μπουλούκι
3. μικρό στρατιωτικό σώμα κατά την Ελληνική Επανάσταση τού 1821
4. ναύτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. tayfa].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ταϊφάς — ταϊφάς, ο και νταϊφάς, ο πληθ. άδες (λ. τουρκ.) 1. φυλή, φάρα. 2. ομάδα άτακτων στρατιωτών, μπουλούκι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”